θρῖναξ

θρῖναξ
θρῖναξ, -ακος
Grammatical information: f.
Meaning: `three-pronged fork, trident' (Ar., Tab. Heracl. 1, 5, Nic.).
Derivatives: From there Θρινακίη f. "fork-island", name of a mythical island (Od.), later identified with Sicily, through folketymology changed to Τρινακρία (τρία ἄκρα); also Θρινακίς f. (Str.); adj. Θρινάκιος `Sicilian' (Nic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word in -ᾰξ (Chantraine Formation 377ff.). Mostly interpreted as a compound with τρι- `three': acc. to Sommer Lautstud. 55ff. from IE *tri-snak- (to Eng. snag `tooth' etc.); after Kretschmer BphW 1906, 55 from *trisn-aḱ `with three points' (IE *tris-no- = Lat. ternī); acc. to Geffcken-Herbig Glotta 9, 103f. from *tri-snak- to νάκη, νάκος (?). - Or to θρῖον `fig-leaf' (because of the form)?; cf. also θρινία ἄμπελος ἐν Κρήτῃ H. - The IE etymologies have failed. Fur. 189 compares τρίναξ `an instrument in agriculture'; note also the frequent suffix -ακ-
Page in Frisk: 1,683-684

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θρῖναξ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίναξ — (I) θρῑναξ, ακος, ὁ (Α) γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα τού σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη ᾰξ*. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α συνθετικό τρι (< τρία), δηλ …   Dictionary of Greek

  • θρινάκη — θρινάκη, ἡ (Α) θρίναξ*, τρικάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού θρίναξ*] …   Dictionary of Greek

  • Тринаксодон — ? † Тринаксодон …   Википедия

  • θριναξόδους — ο (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος εξελιγμένων ερπετών παρόμοιων με τα θηλαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinaxodon < thrinax (πρβλ. θρίναξ) + odon (πρβλ. οδούς, οδόντος)] …   Dictionary of Greek

  • λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • παλιουροφόρος — παλιουροφόρος, ον (Α) φρ. «παλιουροφόρος θρίναξ» τρίκρανο κατασκευασμένο από κορμό τού φυτού παλίουρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίουρος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • τρίναξ — ακος, ἡ, Α γεωργικό εργαλείο που είχε τρεις αιχμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. θρίναξ* (Ι), κατ επίδραση τού τρι *] …   Dictionary of Greek

  • τριθρίναξ — ο, Ν βοτ. φοινικοειδές τής Νότιας Αμερικής το οποίο καλλιεργείται στην Κυανή Ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trithrinax < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + thrinax (πρβλ. θρίναξ [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • θρίνακα — θρί̱νακα , θρῖναξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θρίνακας — θρί̱νακας , θρῖναξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”